-
1 πεζοδρόμιο
[пэзодромио] ουσ. о. тротуар.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πεζοδρόμιο
-
2 пешеходный
пешеходный πεζοπορικός· \пешеходныйое движение η πεζοπορία* \пешеходныйая дорожка το πεζοδρόμιο* * *пешехо́дное движе́ние — η πεζοπορία
пешехо́дная доро́жка — το πεζοδρόμιο
-
3 тротуар
-
4 панель
1. (строительный элемент) το προκατασκευασμένο μέλος/στοιχείοсборная - стр. το προκατασκευασμένο τοίχωμα (του σκυροδέματος)2. (отделка нижней части стены) η μπορντούρα (του κάτω τμήματος του τοίχου) 3 (тротуар) το πεζοδρόμιο 4. эл. о πίνακας, το ταμπλώ (ξεν.) контрольная (тлф.) - ελέγχουламповая (рад.элн.) - των λυχνιών5. (авто) το πλαισιωμένο επίπεδο 6. (вентиляционная) οι περσίδες εξαερισμού (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панель
-
5 тротуар
το πεζοδρόμιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тротуар
-
6 панель
панельж1. (на улице) τό λιθόστρωτο[ν], τό πεζοδρόμιο[ν]·2. стр. τό πασαμέντο. -
7 тротуар
тротуарм τό πεζοδρόμιο[ν]. -
8 тротуар
[τρατουάρ] ουσ. α. πεζοδρόμιο -
9 тротуар
[τρατουάρ] ουσ α πεζοδρόμιο -
10 панель
-и θ.1. πεζοδρόμιο.2. ξυλεπένδυση δωματίου ξυλένδεση τοίχου, πασαμέντο, πρεβάζι.3. πλάκα τσιμεντένια (στην οικοδομή).4. τετράγωνο εργασίας στα ορυχεία. -
11 скалывание
-я ουδ.1. σπάσιμο• απόσπαση•скалывание льда с тротуара σπάσιμο του πάγου στο πεζοδρόμιο.
2. καρφίτσωμα.3. τρύπημα. -
12 скол
-а α.1. σπάσιμο, θραύση•скол льда с тротуара σπάσιμο του πάγου στο πεζοδρόμιο.
2. βλ. сколок.3. αθρσ. κομμάτια σπασμένα• θραύσματα. -
13 сколоть
-лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сколоченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. αποσπώ, σπάζω χτυπώντας•сколоть лд с тротуара σπάζω τον πάγο στο πεζοδρόμιο.
2. αποτυπώνω, βγάζω (σε χαρτί, ύφασμα σχέδιο) με χτυπήματα.3. καρφιτσώνω.1. αποσπώμαι με χτυπήματα• σπάζω.2. αποτυπώνομαι με χτυπήματα.3. (αντικείμενο) συνδέομαι κατά τις ανοιγμένες οπές. -
14 сойти
сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•
сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•
сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.
2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.3. βγαίνω, εξέρχομαι•сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.
4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•
сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•
поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•
шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.
5. λιώνω•снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•
краска сойтишла η μπογιά βγήκε•
ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).
|| (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.
|| περνώ, γίνομαι δεκτός•надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.
|| απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.εκφρ.сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.4. ταιριάζω• συμπίπτω•сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•
не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•
показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•
наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.
5. συμφωνώ•сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.
6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.
-
15 соскрести
ρ.σ.ξύνω, αποξέω, βγάζω, καθαρίζω•соскрести грязь с тротуара ξύνω τις λάσπες από το πεζοδρόμιο.
-
16 тротуар
-а α.πεζοδρόμιο.
См. также в других словарях:
πεζοδρόμιο — το το πλαϊνό και ψηλότερο μέρος δρόμου ή γέφυρας: Δεν επιτρέπεται η παραμονή μικροπωλητών στο πεζοδρόμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεζοδρόμιο — το / πεζοδρόμιον, ΝΜ υπερυψωμένο δάπεδο στις δυο πλευρές δρόμου ή γέφυρας, όπου περπατούν οι πεζοί νεοελλ. μτφ. το στέκι ή η δραστηριότητα τού ανθρώπου τού υποκόσμου ή τής πόρνης (α. «άνθρωπος τού πεζοδρομίου» β. «γυναίκα τού πεζοδρομίου») μσν.… … Dictionary of Greek
πεζοδρομιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεζοδρόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοδρόμιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις] … Dictionary of Greek
τροτουάρ — το, Ν άκλ. πεζοδρόμιο, το στέκι ή η δραστηριότητα ανθρώπου τού υποκόσμου ή πόρνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trottoir «πεζοδρόμιο»] … Dictionary of Greek
Joseph Fielding Smith (presiding patriarch) — NOTOC Joseph Fielding Smith (30 January 1899 – 29 August 1964) was presiding patriarch and a general authority of The Church of Jesus Christ of Latter day Saints (LDS Church) from 1942 until 1946.Smith should not be confused with his grandfather … Wikipedia
Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila … Wikipedia
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
διαβατός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 1.300 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται 9 χλμ. ΒΑ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποστόλου Παύλου. * * * ή, ό και διάβατος, η, ο (AM διαβατός, ή, όν Α και αιολ. τ. ζάβατος) [διαβαίνω] 1. αυτός… … Dictionary of Greek
κλάρες — οι (Α κλάρες, αἱ) τα κιγκλιδώματα που βρίσκονται οριζοντίως στο ίδιο επίπεδο με το πεζοδρόμιο και χρησιμεύουν για αερισμό και φωτισμό υπογείων, αλλ. σχάρες ή σκάρες … Dictionary of Greek